- υφίσταμαι
- ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι]1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαια) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής συμπεριφοράς του» β. «καὶ πόσην ὁ τρισάθλιος ὑπέστην τὴν ζημίαν», Πρόδρ.γ. «πόλις δὲ σὴ μόνη δύναιτ' ἂν τόνδ' ὑποστῆναι πόνον», Ευρ.)β) έχω πραγματική υπόσταση, υπάρχω (α. «υφίστανται ακόμη οι λόγοι που επιβάλλουν την κράτησή του» β. «ἐκ τοῡ μηδ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος», Πλούτ.)νεοελλ.1. μέσ. συνεκδ. ισχύω («δεν υφίστανται πια τα μέτρα απαγόρευσης τής κυκλοφορίας»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. υφιστάμενος3. φρ. α) «υφίσταμαι τα πάνδεινα» — βασανίζομαι υπερβολικάβ) «υφίσταμαι τα επίχειρα τής κακίας μου» — τιμωρούμαι δίκαια για την κακία που έδειξα ή για τις κακίες που έκαναμσν.-αρχ.(αμτβ.) θεολ. (για την Αγία Τριάδα) υπάρχω ως αδιάσπαστη ολότητααρχ.1. τοποθετώ κάτι από κάτω κυρίως ως υποστήριγμα οικοδομήματος («χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτυχεῑ προθύρῳ θαλάμου κίονας», Πίνδ.)2. τοποθετώ κάποιον κρυφά ή τόν τοποθετώ ως ενέδρα3. διορίζω («ὑποστήσας Ἡριππίδας ταξιάρχους καὶ λοχαγοὺς ἀφείλετο ἅπαντα τόν τε Σπιθριδάτην», Ξεν.)4. θέτω κάτι απέναντι σε κάποιον, αντιπαρατάσσω («ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῡ ναῡν ἀντίπρῳρον τοῑς πολεμίοις», Πολ.)5. σταματώ ή παρεμποδίζω («ὑποστήσαντες [ενν. τοὺς στρατιώτας] ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί», Ξεν.)6. α) προσδίδω ύπαρξη σε κάτιβ) μεταχειρίζομαι κάτι ως όντως υπαρκτό («ὁ νοῡς κατὰ τὸ νοεῑν ὑφιστάς τὸ ὄν», Πλωτ.)7. (ενεργ. και μέσ.) καθιερώνω, θεσπίζω («ὁ θεὸς... φῶς δεύτερον κατὰ πάντα ἑαυτῷ ἀφωμοιωμένον ὑπεστήσατο», Ευσ.)8. μτφ. υποβάλλω («μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφάς», Σοφ.)9. (μέσ. μτβ.) α) αντιτάσσω κάτι εναντίον κάποιου («ὑπεστήσατο τόν τρόπον τῇ τοῡ Πέρσου ἀλαζονείᾳ», Ξεν.)β) θέτω ως προϋπόθεση, αρχή ή βάση («ἐπειδὰν τὰς ἀρχὰς ἀπιθάνους καὶ ψευδεῑς ὑποστήσωνται», Πολ.)γ) θέτω κάτι ως παράδειγμα για μίμησηδ) (με απρμφ.) υποθέτω, θεωρώ ή νομίζω ότι... («τοὺς θεοὺς ὑφίστανται τὸν κόσμον διοικεῑν», Διόδ.)ε) τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου, αντικαθιστώ10. παθ. α) (για υγρό) κατακάθομαι («ὑφισταμένη ἐν τοῑς ἀγγείοις ἁλμυρίς», Αριστοτ.)β) (για τον ήλιο) δύωγ) (γενικά) ανθίσταμαι, αντιτάσσομαι («ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῑοι τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς», Ξεν.)δ) (ειδικότερα) μένω στη θέση μου και αντιμετωπίζω τον εχθρόε) (με απρμφ.) αναλαμβάνω ή υπόσχομαι να πράξω κάτιστ) υποτάσσομαι σε κάποιονζ) συγκατατίθεμαι, συναινώη) υπομένω κάτι αγόγγυσταθ) αναλαμβάνω ένα αξίωμα ακουσίως ή αναγκαστικάι) διαδέχομαι κάτι («ἴσως δὴ γελοῑον τὸ ἐμὲ τοῡ λόγου διάδοχον παντελῶς ὑποστάντα διὰ τὸ μὴ δύνασθαι τὸ νῡν ἐρωτηθέν ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.)ια) (για τα έντερα) παθαίνω απόφραξηιβ) (για ακούσια αισθήματα) εγείρομαι ενδόμυχαιγ) κάνω προσφορά σε δημόσιο πλειστηριασμό11. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑφεστῶταέργα που είναι σε εξέλιξη.
Dictionary of Greek. 2013.